μαγύδαρις

μαγύδαρις
η (AM μαγύδαρις)
νεοελλ.
βοτ. γένος δικότυλων ποωδών φυτών τής οικογένειας τών σκιαδοφόρων, με δύο είδη, τής Ισπανίας, τής Σικελίας και τής ΒΔ. Αφρικής
μσν.-αρχ.
το φυτό πράγκος ο νομευτικός
αρχ.
ο καρπός, η ρίζα ή ο χυμός τού σιλφίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λιβυκό ή συριακό δάνειο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”